περιτύλιγμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του περιτυλίγω, περιτύλιξη. 2. αυτό με το οποίο τυλίγουμε κάτι: Χαρτί περιτυλίγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπαλάζ — το 1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο 2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω] … Dictionary of Greek
γκέτα — η 1. ταινία από χοντρό ύφασμα για το τύλιγμα τής κνήμης από τον αστράγαλο ως το γόνατο, έξω από το παντελόνι 2. κουμπωτό περιτύλιγμα (από δέρμα ή ύφασμα) τού ποδιού και τού κάτω μέρους τής κνήμης, προσαρμοσμένο στο παπούτσι και μέσα από το… … Dictionary of Greek
δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… … Dictionary of Greek
ειλητάριο — Μακρόστενη λωρίδα περγαμηνής, που τυλιγόταν γύρω από ένα στρογγυλό ξύλο, τον κοντό (γι’ αυτό ονομαζόταν και κοντάκιο). Στις δύο όψεις της γραφόταν το κείμενο της Θείας Λειτουργίας. Τα ε. χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τον 11ο έως τον 15o αι.… … Dictionary of Greek
εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού … Dictionary of Greek
ενσφράγιστος — η, ο 1. ο κλεισμένος σε σφραγισμένο περιτύλιγμα («ενσφράγιστες προσφορές») 2. ο κλεισμένος με σφραγίδα («ενσφράγιστος φάκελλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
εντύλιγμα — το περιτύλιγμα … Dictionary of Greek
επείλυσις — ἐπείλυσις, η (Α) 1. ελιγμός, συστροφή 2. περιστροφή, περιτύλιγμα … Dictionary of Greek
επικυλινδώ — ἐπικυλινδῶ, έω (Α) [κυλινδώ] 1. κυλώ κάτι πάνω σε κάποιον («επί τοὺς λοιπούς ἐπεκυλίνδουν πέτρους», Ξεν.) 2. παθ. ἐπικυλινδοῡμαι, έομαι (για τόκους) συσσωρεύομαι 3. παθ. α) εφαρμάζομαι κάπου με περιστροφή, με περιτύλιγμα β) εκφυλίζομαι γ)… … Dictionary of Greek